Γεννήθηκα
το 1918. Φύγαμε το 1921, ξημέρωμα του νέου
έτους.
Ήμουν
τριών χρονών. Φύγαμε κρυφά, δύο η ώρα τα
ξημερώματα, μ’ένα πουλαράκι, που είχε
αγοράσει ο θείος. Το πουλάρι το μικρό
τι μπορεί να φορτωθεί; Δεν υπήρχαν ζώα
γιατί τα είχε επιτάξει ο στρατός.
Φορτώσαμε λοιπόν ορισμένα ρούχα και
ξεκινήσαμε με τα πόδια να πάμε στην
Προύσα. Δεν ξέρω πόσα χιλιόμετρα απέχει
η πατρίδα μας, το Θηβάσιο. Θηβάσιο λέγεται
στα ελληνικά, Σογιούντ στα τούρκικα που
σημαίνει «ιτιά», γιατί είχε πολλά νερά
και πολλές ιτιές. Τη νύχτα την περάσαμε
σ’ένα άλλο χωριό, ήταν κι ο ελληνικός
στρατός εκεί. Το πρωί ο στρατός μαγείρεψε
πιλάφι και μοίρασε και στον κόσμο. Δεν
ήμασταν μόνο εμείς που φύγαμε, ήταν κι
άλλοι. Φοβήθηκε ο κόσμος, κι όποιος είχε
τη δυνατότητα να φύγει, έφευγε. Βάζει η
μητέρα στο στόμα το φαΐ και λέει «αδερφή,
γίναμε πρόσφυγες!». Το φαΐ ήταν μαγειρεμένο
με ελαιόλαδο. Αυτές μαγειρεύανε με
βούτυρο, το ελαιόλαδο το είχαν μόνο για
σαλάτα! «Ποπό αδερφή μου γίναμε πρόσφυγες
από τώρα!» Την άλλη μέρα φτάσαμε στην
Προύσα. Πήγαμε και μείναμε σ’ ένα τζαμί,
μαζί με άλλους πατριώτες μας. Πού να
πηγαίναμε! Μετά από κάμποσες μέρες
βρήκαμε σπίτι. Σιγά-σιγά η μητέρα μου
και η θεία μου ‘καναν νοικοκυριό εκεί.
Αγοράσανε ξανά ρουχισμό, στρώματα,
παπλώματα, ό,τι χρειαζόντουσαν...
Από την Προύσα φύγαμε το Σεπτέμβριο του ’22, όταν κατέρρευσε το μέτωπο. Ένας γνωστός μας στρατιωτικός ειδοποίησε να τα μαζέψουμε και να κατεβούμε στην παραλία για να μας φυγαδέψει. Ήρθαν τα καράβια, τα γαλλικά, τα εγγλέζικα. Γέμισε η παραλία με κόσμο. Μια γυναίκα που ήταν έγκυος έπεσε στην πλατφόρμα και περνούσαν από πάνω της! Το βγάλανε το παιδί, αυτή όμως πέθανε. Με είχε εμένα η μητέρα στην αγκαλιά και καθόταν στην πλατφόρμα άκρη-άκρη εκεί στη θάλασσα, κι έλεγε αν έρθουν να μας σφάξουν, να πέσει με το παιδί της στη θάλασσα. Ο δε αδερφούλης μου, ο Ζαχαρίας, άφαντος! Πού να πάει η μητέρα μέσα στον πανζουρλισμό να ψάχνει το παιδί! Κάποια στιγμή ήρθε και τη βρήκε.«Βρε, που ήσουνα;» «Πήγα να κολυμπήσω!». Πήγε να κολυμπήσει στη θάλασσα! Το βάζει το μυαλό σου; Την άλλη μέρα, πλησίασε ένα ελληνικό καράβι. Μπήκαμε μέσα, βρήκαμε μια θέση να καθήσουμε. Μια οικογένεια έστρωσε να φάνε. Λένε στη θεία Ελένη: εσύ έχεις ένα παγούρι νερό, δώσε μας να πιούμε και να πάμε να σας φέρουμε . Απ’ το καράβι, όμως, πού να φέρεις νερό; Το’ δωσε η θεία και μείναμε χωρίς νερό. Η μάνα μου έπαθε αφυδάτωση. Ο ξάδερφός μου, ο Σωτήρης, με το Ζαχαρία να πηγαίνουν στις μηχανές.